αρχολίπαρος

αρχολίπαρος
ἀρχολίπαρος, -ον (Μ)
αυτός που κολακεύει και εκλιπαρεί τους ισχυρούς για να ανέβει σε κάποιο αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο-* + λιπαρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀρχολίπαρος — grasping at office masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχολίπαροι — ἀρχολίπαρος grasping at office masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχο- — (AM ἀρχο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό σε μικρό σχετικά αριθμό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο, και δηλώνει είτε την έννοια της πρώτης αρχής, του… …   Dictionary of Greek

  • αρχογλυπτάδης — ἀρχογλυπτάδης, ο (Μ) ο αρχολίπαρος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”